- ῥιψόφθαλμος
- ῥιψόφθαλμοςeasting the eyes aboutmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ριψόφθαλμος — ον, ΜΑ αυτός που ρίχνει τα μάτια του εδώ κι εκεί, αυτός που κοιτά με πόθο ή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
ῥιψόφθαλμον — ῥιψόφθαλμος easting the eyes about masc/fem acc sg ῥιψόφθαλμος easting the eyes about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιψοφθάλμους — ῥιψόφθαλμος easting the eyes about masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιψόφθαλμοι — ῥιψόφθαλμος easting the eyes about masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
ριψοφθαλμία — ἡ, Α [ῥιψόφθαλμος] πόθος, αγωνία να δει κάποιος αυτό που ποθεί … Dictionary of Greek